ἐθελουσίων

ἐθελουσίων
ἐθελούσιος
voluntary
fem gen pl
ἐθελούσιος
voluntary
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάσειση — Παθολογική κατάσταση που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε όργανο του σώματος, κατά την οποία διαταράσσονται πρόσκαιρα οι λειτουργίες του, χωρίς να συνυπάρχει ανιχνεύσιμη ανατομική βλάβη. Συνηθέστερα παρατηρείται η εγκεφαλική δ., που προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

  • παρεγκεφαλίδα — (Ανατ.). Τμήμα του εγκεφάλου, που βρίσκεται στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο, κάτω από τον ινιακό λοβό, από τον οποίο χωρίζεται με μια ινώδη διαφραγματική μεμβράνη ημισεληνοειδούς σχήματος, ονομαζόμενη σκηνίδιο. Μορφολογικά διακρίνεται σε μια κεντρική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”